ξαπλώνω

ξαπλώνω
(Μ ξαπλώνω)
εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» — κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι)
νεοελλ.
1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο χώμα»)
2. έρχομαι σε ερωτική επαφή
3. (για ρούχο, ύφασμα) μαζεύω, σε αντιδιαστολή προς το απλώνω
4..εκτείνομαι, απλώνομαι, ξετυλίγομαι
5. (ενεργ. και μεσοπαθ.) α) κατακλίνομαι για ύπνο ή για ανάπαυση
β) πέφτω νεκρός ή πληγωμένος
6. μέσ. ξαπλώνομαι
διαδίδομαι, επεκτείνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-απλώνω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος
βλ. και λ. ξ(ε)- με επιτ. και με στερ. σημ. (πρβλ. ερμήνευμα 3)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξαπλώνω — ξαπλώνω, ξάπλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξαπλώνω — ξάπλωσα, ξαπλώθηκα, ξαπλωμένος 1. μτβ., απλώνω, εκτείνω: Ξάπλωσαν στην αμμουδιά. 2. για πρόσωπα και ζώα, φονεύω, σκοτώνω: Με μια μαχαιριά τον ξάπλωσε. 3. για γυναίκα, έρχομαι σε σεξουαλική επαφή. 4. αμτβ., πλαγιάζω, κατακλίνομαι για ύπνο ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραξαπλώνω — ξαπλώνω κάτι ή ξαπλώνομαι σε μεγαλύτερη έκταση από όση πρέπει ή για πάρα πολύ χρόνο …   Dictionary of Greek

  • εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… …   Dictionary of Greek

  • αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» …   Dictionary of Greek

  • ξάπλα — η 1. νωχελική αναπαυτική κατάκλιση 2. ανάπαυση, ξεκούραση («με μάσες και ξάπλες περνάει όλη τη μέρα της») 3. διάθεση, συνήθεια για ανάπαυση, για αδράνεια 4. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («κάθεται ξάπλα μέχρι το μεσημέρι») 5. φρ. «ρίχνω… …   Dictionary of Greek

  • προσαναπίπτω — Α 1. (σε συμπόσιο) ανακλίνομαι, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο κοντά σε άλλους ή μαζί με άλλους, παρακάθημαι σε τραπέζι 2. (για βραχίονα καταπέλτη) χτυπώ πάλι κατά την οπισθοδρόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπίπτω «ανακλίνομαι, ξαπλώνω για το δείπνο»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταστορέννυμι — Μ ξαπλώνω καταγής μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταστορέννυμι «ξαπλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συναναπίπτω — ΜΑ 1. μετέχω σε δείπνο 2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»] …   Dictionary of Greek

  • υπευνώμαι — άομαι, Α 1. (για γυναίκα) ξαπλώνω κάτω από κάποιον, κοιμάμαι με κάποιον, συνευρίσκομαι, («ὑπευνασθεῑσ Ὑπερίονος ἐν φιλότητι», Ησίοδ.) 2. (για θηλυκό πουλί) κάθομαι από πάνω, προστατεύω («ὀρταλὶς νεοσσοῑς ὑπευνηθείσα», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”